- ανυπάκουος
- 1) nieposłuszny przym.2) niesforny przym.3) oporny przym.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
ανυπάκουος — η, ο απειθής: Από μικρό παιδί ήταν ανυπάκουος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυπάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο απείθαρχος … Dictionary of Greek
ανάγροικος — η, ο [αγροικώ] 1. αυτός που δεν αγροικά, δεν υπακούει, ανυπάκουος, απειθής 2. ο μη κοινωνικός, ο δύστροπος 3. αυτός που δεν ακούγεται, αθόρυβος, σιωπηλός … Dictionary of Greek
ανάκουος — η, ο αυτός που δεν υπακούει, ο ανυπάκουος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ακούω] … Dictionary of Greek
ανήκοος — ἀνήκοος, ον (AM) [ακούω] μσν. 1. αυτός που δεν άκουσε κάτι 2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι 3. ανυπάκουος αρχ. 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός 2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον ανυπακοή,… … Dictionary of Greek
ανήκουστος — η, ο (AM ἀνήκουστος, ον) πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί 2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον παρακοή, απείθεια … Dictionary of Greek
αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 … Dictionary of Greek
αντάρτης — Λαϊκός αγωνιστής που αγωνίζεται για πατριωτικούς σκοπούς (απελευθερωτικοί αγώνες, αγώνες για την ανεξαρτησία της πατρίδας, αποτίναξη τυραννικής εξουσίας κλπ.). Το αντάρτικο κίνημα στο οποίο συμμετέχει τις περισσότερες φορές δεν αντιπροσωπεύει την … Dictionary of Greek
ανυπήκοος — ἀνυπήκοος, οον (Α) αυτός που δεν υπακούει, ανυπάκουος … Dictionary of Greek
ανυπότακτος — κ. χτος, η, ο (Α ἀνυπότακτος, ον) 1. (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον 2. απείθαρχος, ατίθασος, ανυπάκουος 3. ελεύθερος, απεριόριστος νεοελλ. Στρ. στρατεύσιμος που κλήθηκε και δεν προσήλθε (βλ. ανυποταξία) αρχ. άτακτος … Dictionary of Greek
απειθής — ές (AM ἀπειθής, οῡς) απειθάρχητος, ανυπάκουος αρχ. ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός … Dictionary of Greek